1 διατρητικός
διατρητική δύναμη — пробивная сила;
διατρητικο βλήμα — бронебойный снаряд;
διατρητική μηχανή — сверлильный станок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διατρητικός